Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Τι θα αλλάξει μετά τις γερμανικές εκλογές;



ΠΗΓΗ: FT (via Euro2day)
By Wolfgang Munchau



Μία από τις πιο συχνές ερωτήσεις είναι τι μέλλει γενέσθαι μετά τις γερμανικές εκλογές. Εάν επικρατήσει η υφιστάμενη κατάσταση μέχρι να ανοίξουν οι κάλπες το 2013, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι «όχι πολλά». Ας υποθέσουμε, όμως, ότι θα υπάρξει αλλαγή στη σύνθεση της γερμανικής κυβέρνησης. Ας υποθέσουμε ακόμη ότι υπάρχει και αλλαγή ηγεσίας. Τι θα κάνουν οι σοσιαλδημοκράτες; 

Είναι το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης στη Γερμανία και συνεχώς επικρίνει την πολιτική της Άγκελα Μέρκελ για την ευρωζώνη, αλλά καταλήγει πάντα να τη στηρίζει στο κοινοβούλιο. Το ίδιο έκαναν και την προηγούμενη εβδομάδα, επικυρώνοντας -έστω και διστακτικά- τη συμφωνία για την Ελλάδα. Οι βουλευτές του SPD γίνονται όλο και πιο ανήσυχοι. 

Γνωρίζουν πως σε ό,τι αφορά την ευρωζώνη η κυβέρνηση -ο συνασπισμός των χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ και των ελεύθερων δημοκρατών- πρακτικά έχει χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Χωρίς τη στήριξη του SPD η Α. Μέρκελ δεν θα μπορούσε να κυβερνήσει. Παρ' όλα αυτά, οι σοσιαλδημοκράτες αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν αυτό το πλεονέκτημα για δικό τους όφελος. 


Ο λόγος για τον οποίο το SPD δεν έχει βρει έναν πειστικό τρόπο να πει «όχι» είναι ένας συνδυασμός πνευματικής ανεντιμότητας και έλλειψης πολιτικού θάρρους. Οι πράσινοι, το έτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, είχαν ήδη δεσμευθεί ότι θα ψηφίσουν «ναι». Ενδεχόμενη αρνητική ψήφος από το SPD θα δημιουργούσε διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των δύο κομμάτων. Έτσι, θα γινόταν ακόμη πιο δύσκολη η δημιουργία σχηματισμού κυβέρνησης σε περίπτωση νίκης στις προσεχείς εκλογές.

Παράλληλα, το SPD δεν θέλει να χρεωθεί το ενδεχόμενο ελληνικής εξόδου από την ευρωζώνη. Το κόμμα έχει βαθιά φιλοευρωπαϊκό χαρακτήρα και αντιδρά παρανοϊκά όταν κατηγορείται για ανευθυνότητα. Εξ ου και το δίλημμα. Προς το παρόν, η τακτική που ακολουθείται είναι η κριτική της Άγκελα Μέρκελ επειδή δεν διέγνωσε το πρόβλημα έγκαιρα, ενώ όμως παράλληλα στηρίζει την πολιτική της. 

Πέρα από την τακτική, αυτό που είναι εξοργιστικό είναι η καταφανής ανικανότητα του SPD να εξηγήσει με έναν σαφή τρόπο γιατί κάνει λάθος η Α. Μέρκελ. Ο λόγος είναι πως και το κόμμα των σοσιαλδημοκρατών έχει υιοθετήσει την ίδια εσφαλμένη αιτιολογία για την κρίση αλλά και τη λιτότητα ως λύση. Συγκεκριμένα, συμφωνεί με το ψέμα ότι οι ξένοι κερδοσκόποι δημιούργησαν αυτήν την κατάσταση. Έτσι, το SPD κατέληξε να στηρίζει το δημοσιονομικό σύμφωνο: μία λύση για ένα πρόβλημα που δεν υπάρχει. 

Σε αντάλλαγμα γι' αυτήν τη στήριξη, πέτυχε την επικύρωση του φόρου επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, που δεν είναι τίποτε άλλο από ένας ακόμη μεγάλος αντιπερισπασμός. Η κρίση δεν προκλήθηκε επειδή δεν υπήρχε ο φόρος Τόμπιν, ούτε θα λυθεί με αυτόν. 

Σε κάθε σημείο, το SPD παρουσιάζει ένα περιορισμένο επιχείρημα ώστε να εξηγήσει γιατί στηρίζει κάθε φορά την Α. Μέρκελ. Έτσι, καταλήγει να στηρίζει τη συνολική της στρατηγική. Κάθε φορά που οι σοσιαλδημοκράτες νιώθουν την ανάγκη να δείξουν υπευθυνότητα καταλήγουν με τη λάθος πολιτική. Το SPD στήριξε τη δημοσιονομική λιτότητα. Στήριξε τον συνταγματικό χαρακτήρα του φρένου χρέους. Εάν τα δει κανείς όλα συνοπτικά, αντιλαμβάνεται ότι τελικά στηρίζει τις οικονομικές πολιτικές που ενισχύουν τις ανισορροπίες και τις αποκλίσεις στην ευρωζώνη. 

Δύσκολα εντοπίζει κανείς διαφορές ανάμεσα στα δύο κόμματα. Την Παρασκευή ο Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD, κατηγόρησε την Α. Μέρκελ ότι καθυστερεί το αναπόφευκτο κούρεμα που θα πρέπει τελικά να υποστούν οι επίσημοι πιστωτές. 

Φυσικά έχει δίκιο. Εάν, όμως, ειλικρινά το πιστεύει αυτό, τότε η σωστή απόφαση, ηθικά, θα ήταν να ψηφίσει ενάντια σε ένα νέο πρόγραμμα για την Ελλάδα που δεν έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας. Δεν το έκανε επειδή φοβάται μήπως κάνει κάποιο λάθος και επειδή οι ψηφοφόροι μπορεί και αυτήν τη φορά, στο συγκεκριμένο ζήτημα, να πάρουν την πλευρά της Μέρκελ. 

Οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι κάποια στιγμή θα είναι απαραίτητο να υπάρξει μεταφορά κεφαλαίων από τη Γερμανία στην περιφέρεια με κάποιον τρόπο. Για κάποιον λόγο, όμως, πιστεύουν επίσης ότι η Α. Μέρκελ είναι ο άνθρωπος που θα πετύχει το μικρότερο δυνατό κόστος για τη Γερμανία. 

Γιατί; Υπό κανονικές συνθήκες, κάποιος θα περίμενε ότι η φήμη της ως προς την ικανότητά της να διαχειρίζεται κρίσεις θα είχε υπονομευθεί. Η συνεισφορά της στην αντιμετώπιση της κρίσης ήταν η αναβολή των αποφάσεων. Έχει, όμως, ακόμη την κρίσιμη πολιτική δύναμη για την εφαρμογή των όποιων αποφάσεων. Το CDU έχει μεγάλο και σταθερό προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις έναντι του SPD. Η ίδια απολαμβάνει επίσης ακόμη μεγαλύτερο προβάδισμα έναντι του βασικού της αντιπάλου, του σοσιαλδημοκράτη υποψήφιου για την καγκελαρία Πέερ Στάινμπρουκ. 

Εύκολα μπορεί να απαντήσει κανείς σε αυτόν τον γρίφο. Η μόνη πραγματική αντιπολίτευση που έχει η Α. Μέρκελ στην πολιτική της έρχεται από τη μετακομμουνιστική αριστερά. Ο Π. Στάινμπρουκ έχει διατελέσει υπουργός Οικονομικών υπό την Άγκελα Μέρκελ. Το SPD, με άλλα λόγια, διάλεξε τον άνθρωπο με τις λιγότερες πιθανότητες να αποτελέσει αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση στην Άνγκελα Μέρκελ. Μέχρι τα τέλη του 2009, ήταν αρχιτέκτονας της γερμανικής στρατηγικής ενάντια στην κρίση. 

Με άλλα λόγια, ο Στάινμπρουκ και ο Σταϊνμάιερ δεν κάνουν προεκλογική εκστρατεία για να απομακρύνουν τη Μέρκελ από την εξουσία. Αντιθέτως, κάνουν προεκλογική εκστρατεία για να γίνουν σύμμαχός της στην επόμενη κυβέρνηση. 

Η πολιτική και η πνευματική κατάρρευση του SPD δίνουν απάντηση και στο αρχικό μας ερώτημα: Τι θα γίνει μετά τις γερμανικές εκλογές; Η απάντηση είναι «τίποτα». 

Δεν υπάρχουν σχόλια: