Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

Μαζικός αντικαπιταλιστικός αγώνας κατά της ΕΕ!




Ιπποκράτης Κωστής
Νίκος Ξηρουδάκης

Σημαντική και κρίσιμη, ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες εξελίξεις, είναι κατά τη γνώμη μας η πρωτοβουλία που αναλαμβάνουν αγωνιστές της αριστεράς κατά της ΕΕ και του ευρώ, υπερβαίνοντας τις μεταξύ τους επιμέρους διαφορές.
 Η διαπίστωση:
Η πολιτική ανάδειξη του ρόλου της ΕΕ στη διαχρονική καταστροφή των εργασιακών σχέσεων και των κοινωνικών πολιτικών στην Ελλάδα, αλλά και στην τωρινή εξέλιξη της κρίσης και της χρεοκοπίας, άργησε επικίνδυνα.
Οι πρόσφατες αποφάσεις της Ε.Ε. έχουν στόχο την κινεζοποίηση της εργασίας στην χώρα μας, αλλά και ευρύτερα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Προστατεύουν δήθεν τις καταθέσεις, κλείνοντας το μάτι στα μικρομεσαία στρώματα. Εξασφαλίζουν δήθεν την βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, ενώ στην ουσία διαιωνίζουν την κλοπή από τον κόσμο της εργασίας.

ΑΥΞΑΝΕΤΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΑ ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ



ΠΗΓΗ: ΕΠΟΧΗ (24/7/2011)
Του
Σπύρου Λαπατσιώρα
Η ευρωπαϊκή στρατηγική αντιμετώπισης της κρίσης του 2008 από τη στιγμή που διαμορφώθηκε έθετε ένα ερώτημα για τις δυνατότητες επίτευξης των στόχων της: πόσες χρεοκοπίες κρατών και νοικοκυριών, ανεργία, πτώση μισθών, απώλειες ασφαλιστικών ταμείων, μπορεί να αντέξει η Ευρώπη. Αυτό το ερώτημα παραγόταν αναγκαία, επειδή η στρατηγική έχει ως ρητό στόχο, ο οποίος προσδιορίζει την ορθολογικότητά της, την εμβάθυνση του νεοφιλελευθερισμού. Καθοδηγείται από τη σύλληψη της κρίσης ως ευκαιρίας να υπάρξει μία ιστορικών διαστάσεων για την Ευρώπη αλλαγή των ταξικών συσχετισμών προς όφελος του κεφαλαίου μεταλλάσσοντας τις κοινωνίες της σε ό,τι απαιτεί η εύρυθμη λειτουργία των αγορών και του κόσμου του χρήματος. Με αυτή τη στρατηγική, όπως αναμενόταν, οδηγηθήκαμε στη μη-βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους –έμμεσα αλλά σαφέστατα και στην τελευταία έκθεση του ΔΝΤ, το οποίο απαίτησε σαφείς και ολοκληρωμένες λύσεις από τους εταίρους στην Ε.Ε. που να καθιστούν βιώσιμη την περίπτωση της Ελλάδας. Οι πολιτικές υλοποίησης αυτής της στρατηγικής οδήγησαν επίσης μία αρχικά περιορισμένη αλλά διαχειρίσιμη κρίση χρηματοδότησης (την ελληνική) να γίνει με γρήγορο ρυθμό κρίση δημόσιου χρέους που αφορά όλη την ευρωζώνη, πλέον όχι θεωρητικά αλλά έμπρακτα από την προηγούμενη εβδομάδα που η Ιταλία είδε τα επιτόκια των ομολόγων της να αγγίζουν το 6%.Αυτά τα ερωτήματα, μη-βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους και η έναρξη αμφισβήτησης του αξιόχρεου του ιταλικού χρέους, με πιθανές και ορατές συνέπειες την αποσταθεροποίηση της ευρωζώνης και του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελούσαν τα ερωτήματα αυτής της Συνόδου.

Επενδύοντας στη φυγή





Πηγή: star-fm

Οι απαρχαιωμένες δομές της ελληνικής οικονομίας οδηγούν κάθε χρόνο χιλιάδες επιστήμονες στο εξωτερικό, καθώς κρίνονται «υπέρ – εφοδιασμένοι» με γνώσεις για τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς. Κι όμως για την κατάρτιση και τη μόρφωση αυτών των ανθρώπων, που το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να κρατήσει και να αξιοποιήσει, αυτό το ίδιο κράτος (μέσω της φορολογίας των πολιτών) δαπανά κάθε χρόνο δισεκατομμύρια ευρώ. Η κολοσσιαία επένδυση πάει, πρακτικά, χαμένη, καθώς την καρπώνονται ξένα κράτη.
Υπάρχει τρόπος η κατάσταση να αλλάξει;
Η σημερινή οικονομική συγκυρία, παρά τα αρνητικά της χαρακτηριστικά ή και επ’ αφορμής αυτών, όπως εκτιμούν οι επιστήμονες, αποτελεί μοναδική ευκαιρία για να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Αρκεί να στραφεί στη δημιουργία σύνθετων προϊόντων και υπηρεσιών, με τα οποία η Ελλάδα θα διεκδικήσει μία καλύτερη θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, παρέχοντας πεδίο για την αξιοποίηση και των επιστημόνων της. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα έρευνας του καθηγητή του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, κ. Λόη Λαμπριανίδη, η οποία αποτυπώνεται στο βιβλίο «Επενδύοντας στη φυγή» (εκδόσεις «Κριτική») και πραγματεύεται την διαρροή επιστημόνων από την Ελλάδα στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης. Ο καθηγητής διαπιστώνει ότι η φυγή επιστημόνων οδηγεί τη χώρα σε ένα φαύλο κύκλο περιορισμένης ανάπτυξης και επισημαίνει ότι το φαινόμενο στη χώρα μας αρχίζει να θυμίζει την μεγάλη έξοδο των πτυχιούχων από την Ευρώπη στις ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.

Η νορβηγική ακροδεξιά



Η νορβηγική ακροδεξιά
Με αφορμή την αιματηρή επίθεση που κόστιζε δεκάδες ζωές και συγκλόνισε ολόκληρη την Ευρώπη, ο Θανάσης Τσακίρης επιχειρεί μια ακτινογραφία της νορβηγικής ακροδεξιάς από τη δεκαετία του ΄30 μέχρι τις μέρες μας
 
Του Θανάση Τσακίρη
ΠΗΓΗ: http://tsakthan.blogspot.com/2011/07/tsakthan-daily-25-2011-bloody-norwegian.html (via rednotebook)
Όπως γράφει ο Piero Ignazi στο σημαντικό βιβλίο του Εxtreme Right in Europe, το 1933 μια ομάδα Νορβηγών φασιστών δημιούργησε την «Εθνική Ένωση» (Nasjonal  Samling).  Ο αρχικός προσανατολισμός του ήταν καθαρά εθνικιστικός και αντικοινοβουλευτικός. Γρήγορα ο προσανατολισμός του άλλαξε προς την κατεύθυνση του εθνικοσοσιαλισμού και του αντισημιτισμού. Στις εκλογές του 1936 το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό καθώς μόνο το 1,8% των ψηφοφόρων τους ακολούθησε. Υπήρχαν βέβαια  ορισμένες περιφέρειες που τους έδωσαν 20%. Ακόμη και στη διάρκεια της κατοχής της χώρας από τους γερμανούς ναζιστές το κόμμα δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο. Μόνο το 1943 έπαιξε ρόλο, όταν κατόπιν διαταγής των γερμανών ανέλαβε την πρωθυπουργία της «κυβέρνησης-μαριονέτας» ο αρχηγός του, ο διαβόητος Vidkun Quisling. Από τότε οι κατοχικές κυβερνήσεις όπου γης ονομάζονται «κυβερνήσεις Κουίσλινγκ». Η κομφορμιστική υποταγή ενός μεγάλου μέρος του πληθυσμού είχε ως αποτέλεσμα να διογκωθεί το κόμμα. Μεταξύ 1940-1943 ο αριθμός των μελών του ανήλθε σε 50.000. Αξιοσημείωτη είναι η ένταξη πολλών γυναικών στο κόμμα (πάνω από το 1/3 του συνόλου των μελών) και της νεολαίας (1/3 των μελών ήταν κάτω από 25). Μολονότι η χώρα γνώρισε την εμπειρία ενός μαζικού φασιστικού κόμματος δεν υπήρξε συνέχεια μεταπολεμικά με τη μορφή κόμματος νοσταλγών, όπως π.χ. στην Ιταλία.

Μάνατζερ και καταναλωτές: Το νέο όραμα για την ανώτατη εκπαίδευση



Πηγή: ΕΠΟΧΗ (24/7/2011)
Του
Νικόλα Σεβαστάκη
Hδη έχουν γραφτεί πολλά –και στην Εποχή- για το προσχέδιο νόμου, το οποίο στοχεύει, όπως λένε οι εμπνευστές του, στη «ριζική μεταρρύθμιση» του χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης. Αλλά η αίσθηση που έχουμε οι περισσότεροι, και όχι μόνο όσοι από εμάς θητεύουμε στα πανεπιστήμια, είναι ότι η κοινή γνώμη αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη καχυποψία τις κριτικές αντιστάσεις των πανεπιστημιακών. Πολύ περισσότερο βλέπει με μισό μάτι τις αντιρρήσεις που προέρχονται από τις σημερινές διοικήσεις των Ιδρυμάτων. Στη συγκεκριμένη περίσταση, η κυβέρνηση και ένα μεγάλο μέρος των ΜΜΕ καλλιεργεί την ιδέα της αντίδρασης των προνομιούχων. Οι πανεπιστημιακοί καθηγητές παρουσιάζονται ως η ενιαία παράταξη μιας ακόμα αντιπαραγωγικής ΔΕΚΟ, μια ελίτ η οποία απειλείται από το άνοιγμα των πανεπιστημίων στους κανόνες του ανταγωνισμού, της παραγωγικότητας, του διαρκούς «ποσοτικού» και «ποιοτικού» ελέγχου.Και η μέχρι τώρα ανύπαρκτη έως υποτονική αντίδραση των φοιτητών στις καταστάσεις που ήδη διαμορφώνονται – πριν δηλαδή την τελική ψήφιση του νέου νόμου- ενδέχεται να ερμηνευτεί ως ένα είδος σιωπηλής συγκατάθεσης ή ανοχής στις συγκεκριμένες ανατροπές. Το θεώρημα ΔΕΚΟ χρησιμοποιεί άλλωστε το ίδιο βασικό σχήμα, ανεξαρτήτως από το ποιο είναι το αντικείμενο εφαρμογής του: από τη μια τοποθετείται η εκάστοτε οργανωμένη συντεχνία και από την άλλη, ο πραγματικός χρήστης/ πελάτης της υπηρεσίας, ο άμοιρος και πάντα απροστάτευτος καταναλωτής. Έτσι λοιπόν και ο μέσος φοιτητής, ως χρήστης εκπαιδευτικών υπηρεσιών, καλείται να κλείσει τα αυτιά σε όλα όσα λένε τα «κατεστημένα που θίγονται», οι κατά τον πρωθυπουργό «βολεμένοι».Πρέπει να παραδεχτούμε ότι ένα τέτοιο σχήμα προσέγγισης στην πραγματικότητα διατηρεί ή αυξάνει την κοινωνική του επιρροή. Παρά το ότι καταρρέει η αξιοπιστία και η όποια νομιμοποίηση του μνημονιακού δρόμου και της κυβέρνησής του. Παρά το γεγονός, επίσης, ότι οι πολιτικές τού σοκ στη βάση της λιτότητας και της «δημοσιονομικής εξυγίανσης» δεν πείθουν την πλειονότητα. 

Το βρετανικό κίνημα βγαίνει απ'το λήθαργο


Νέες, ανεπίσημες συμμαχίες μεταξύ σωματείων, φοιτητών και τοπικών ή ευρύτερων κινήσεων διαδηλώνουν δυναμικά εναντίον των προγραμμάτων δημοσιονομικής αυστηρότητας της κυβέρνησης συνασπισμού του Ηνωμένου Βασιλείου καταγγέλλοντας τις εθνικές ανισότητες.
Το κύμα κοινωνικής διαμαρτυρίας εναντίον των κυβερνητικών μέτρων για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης σαρώνει ολόκληρη την Ευρώπη. Από τους δρόμους της Αθήνας ώς το Ρέικιαβικ και τις μεγαλύτερες πλατείες της Ισπανίας, εκδηλώνεται χειροπιαστή η οργή κατά της σκληρής λιτότητας, η οποία επιβάλλεται σε πληθυσμούς που ήδη τρεκλίζουν κάτω από το βάρος των αναδιαρθρώσεων της νεοφιλελεύθερης εποχής.
Μαζικές αντιδράσεις εξελίσσονται και στο Ηνωμένο Βασίλειο, με διαμαρτυρίες που εντυπωσιάζουν πολλούς με το μέγεθος και την έντασή τους. Ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2010, με φοιτητικές διαδηλώσεις εναντίον των κυβερνητικών μέτρων για την περικοπή της χρηματοδότησης στην εκπαίδευση και την αύξηση των διδάκτρων (1). Και αποτέλεσαν το πρελούδιο για τις κινητοποιήσεις κατά της λιτότητας που αποφάσισε να επιβάλει η κυβέρνηση συνασπισμού Συντηρητικών - Φιλελεύθερων Δημοκρατών, με περικοπές άνω των 80 δισ. στερλινών (90 δισ. ευρώ) στις δημόσιες δαπάνες έως το 2014-15, συμπεριλαμβανομένων 18 δισ. στερλινών (20,5 δισ. ευρώ) από τον προϋπολογισμό πρόνοιας και 36 δισ. στερλινών (41 δισ. ευρώ) από τις δημόσιες υπηρεσίες και παροχές. Οι πρωτοφανείς αυτές περικοπές υποτίθεται ότι αντισταθμίζονται από αυξήσεις στη φορολόγηση, που όμως προκύπτουν κατά μεγάλο μέρος από την αύξηση του ΦΠΑ σε 20% - ένας συνδυασμός που με βεβαιότητα προκαλεί κατάφωρη οπισθοδρόμηση.